Bartitsu

Ποιος ήταν ο Edward William Barton-Wright; Ποιό είναι το ιστορικό του; Τι έκανε πρώτος στην Αγγλία; Ποιους έφερε να εκπαιδεύουν ανθρώπους; Πόσο σημαντική ήταν αυτή η κίνηση; Τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι; Τι απέγινε ο ίδιος;

Μοιράσου το:

Εισαγωγή

Το Bartitsu (Μπαρτίτσου) είναι μια εκλεκτική μέθοδος αυτοάμυνας (διστάζουμε να το κατονομάσουμε Πολεμική Τέχνη διότι δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε πόλεμο) που αναπτύχθηκε αρχικά στην Αγγλία κατά τη διάρκεια των ετών 1898 έως 1902. Το 1901 αποθανατίστηκε (ως “Βaritsu” πιθανός κατά λάθος) από τον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ (Sir Arthur Conan Doyle), συγγραφέας των ιστοριών μυστηρίου Σέρλοκ Χολμς (Sherlock Holmes). Αν και αδρανής κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, το Bartitsu έχει σημειώσει αναβίωση από το 2002.

Bartitsu – Ιστορία

Το 1898, ο Έντουαρντ Ουίλιαμ Μπάρτον Ράιτ (Edward William Barton-Wright), ένας Βρετανός μηχανικός ο οποίος είχε περάσει τα προηγούμενα τρία χρόνια του ζώντας και εργαζόμενος στην πρώην Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας, επέστρεψε στην Αγγλία και ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας «Νέας Τέχνης της Αυτοάμυνας». Ο ίδιος υποστήριξε, ότι αυτή η τέχνη συνδύασε τα καλύτερα στοιχεία από ένα ευρύ φάσμα μορφών μάχης σε ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο είχε ονομάσει Μπαρτίτσου (Bartitsu – πιθανά συνδυασμός του ονόματός του ιδίου και του Τζού Τζουτσου / Ζίου Ζίτσου / ju jutsu). Ο Μπάρτον-Ράιτ (Barton-Wright) είχε προηγουμένως μελετήσει, επίσης, «την πυγμαχία, την πάλη, την ξιφασκία, το Σαβάτ (Savate) και τη χρήση του στιλέτο υπό αναγνωρισμένο μάστερ», δοκιμάζοντας τις δεξιότητες του με «Συμπλοκές με σκληρούς τύπους (μαχητές του δρόμου) μέχρι (ο ίδιος) να ήταν ικανοποιημένος με την εφαρμογή τους.» Αυτός όρισε το Bartitsu ως «αυτοάμυνα σε όλες τις μορφές του».

Όπως αναφέρεται λεπτομερώς σε μια σειρά άρθρων που ο Μπάρτον-Ράιτ έγραψε για το περιοδικό “Pearson” μεταξύ το 1899 και το 1901, το Bartitsu σε μεγάλο βαθμό προέρχονται από το Σιντεν Φούντο Ριου Τζου Τζουτσου (Shinden Fudo Ryu Ju Jutsu) του Τερατζίμα Κουνιιτσίρο (sensei Terajima Kuniichiro – δεν πρέπει να συγχέεται με το Shinden Fudo Ryu Tai Jutsu που σχετίζονται με την καταγωγή Bujinkan) και από το Kodokan Judo. Καθώς εδραιώθηκε στο Λονδίνο, η τέχνη επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει τεχνικές μάχης από τις σχολές Τζου Τζουτσου (Ju Jutsu) Τενζιν Σινυο Ριου (Tenjin Shinyō Ryu), Φούσεν Ριου (Fusen Ryu) και Νταϊτο Ριου (Daito Ryu) καθώς και Βρετανική πυγμαχία, το Ελβετικό Σβινγκεν (Schwingen), το Γαλλικό Σαβάτ (Savate) και μια αμυντική μέθοδος με ραβδί (τέχνη με μπαστούνι/μαγκούρα που ονομάζεται la Canne από το la Canne du Combat), σύστημα που είχε αναπτυχθεί από τον Πίερε Βιγνή (Pierre Vigny) της Ελβετίας. Το Bartitsu περιλάμβανε επίσης ένα ολοκληρωμένο σύστημα φυσικής κατάρτισης.

Στις σημειώσεις του, για μια διάλεξη για την Ιαπωνική κοινότητα του Λονδίνου το 1901, ο Μπάρτον-Ράιτ έγραψε:

«Στο Bartitsu περιλαμβάνεται πυγμαχία ή η χρήση της γροθιάς ως μέσο χτυπήματος, η χρήση των ποδιών με μια επιθετική και αμυντική λογική, και η χρήση του μπαστουνιού ως μέσο αυτοάμυνας. Το Judo και το jujitsu, οι οποίες είναι απόρρητα στυλ της ιαπωνικής πάλης, (εγώ) θα τα αποκαλούσα στενής επαφής όπως εφαρμόζονται στην αυτοάμυνα.
Προκειμένου να διασφαλιστεί, όσο είναι δυνατόν, την ασυλία από τον τραυματισμό σε άνανδρες επιθέσεις ή διαμάχες, (κανείς) πρέπει να κατανοήσει την πυγμαχία, προκειμένου να εκτιμήσει προσεκτικά τον κίνδυνο και την ταχύτητα ενός καλά-κατευθυνόμενου πλήγματος και, τα συγκεκριμένα μέρη του σώματος που δέχονται επιστημονική επίθεση. Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για τη χρήση του ποδιού ή του ραβδιού/ μπαστουνιού.
Το Judo και το jujitsu δεν είχαν σχεδιαστεί ως κύριο μέσο επίθεσης και άμυνας εναντίον ενός πυγμάχου ή έναν άνθρωπο ο οποίος κλοτσά, αλλά πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο αφού έρχονται σε στενή επαφή και, προκειμένου να κλείσει κανείς απόσταση είναι απολύτως απαραίτητο να κατανοήσουμε την πυγμαχία και η χρήση του ποδιού.»

Από αυτές τις τρείς παραγράφους ένας άνθρωπος γνώστης της αυτοάμυνας, αντιλαμβάνεται ότι ο Μπάρτον-Ράιτ είχε και καλή γνώση της Βικτωριανής Αγγλίας -όπου η ανομία στους δρόμους ήταν πολύ διαδομένη- και επίσης, καλή γνώση χειρισμού των συστημάτων μάχης που προωθούσε. Βλέπουμε ότι με τις επιλογές που είχε κάνει, ο ασκητής Bartitsu διέθετε ευρύτατο φάσμα τεχνικών σε κάθε απόσταση που αντιμετώπιζε ένοπλο ή άοπλο αντίπαλο – Μπαστούνι (διδασκόταν και μαχαίρι), πόδια, χέρια και πάλη.

Bartitsu – Σύλλογος

Μεταξύ το 1899 και το 1902, ο Μπάρτον-Ράιτ ξεκίνησε τη δημοσιοποίηση της τέχνης του μέσα από άρθρα περιοδικών, συνεντεύξεις και μια σειρά από διαδηλώσεις ή «επιθέσεις στα όπλα» (assaults at arms) σε διάφορους χώρους στο Λονδίνο. Ίδρυσε μια σχολή που ονομάστηκε Bartitsu Ακαδημία Όπλων και Φυσικής Αγωγής, γνωστή ανεπίσημα ως το Bartitsu Club (Σύλλογος Μπαρτίτσου), το οποίο βρισκόταν στο Shaftesbury Avenue 67β στο Soho. Σε ένα άρθρο για το περιοδικό Φυσικής Αγωγής Sandow στην ενότητα 6, (Sandow’s Magazine of Physical Culture vol. 6 – Ιανουάριος του 1901), η δημοσιογράφος Μαίρη Νιούτζεντ (Mary Nugent) περιέγραψε τη Λέσχη Bartitsu (Bartitsu Club) ως:

… μια τεράστια υπόγεια αίθουσα, ντυμένη με αστραφτερά, λευκά πλακάκια στους τοίχους, με ηλεκτρικό φως, με «πρωταθλητές» να παραμονεύουν τριγύρω της σαν τίγρεις.»

Μέσω αλληλογραφίας με τον καθηγητή Τζίγκορο Κάνο (Jigoro Kano), τον ιδρυτή του Κόντοκαν Τζούντο (Kodokan Judo), καθώς και άλλες επαφές στην Ιαπωνία, ο Barton-Wright κανόνισε για τους Ιάπωνες ασκητές jujutsu, Γιαμαμότο (Yamamoto) και τον τότε δεκαεννιάχρονο Γιούκιο Τάνι (Yukio Tani) να ταξιδεύουν στο Λονδίνο να αναλάβουν καθήκοντα εκπαιδευτών στο Bartitsu Club. Ο Γιαμαμότο (Yamamoto) σύντομα επέστρεψε στην Ιαπωνία, ενώ ο Γιούκιο Τάνι (Yukio Tani) παρέμεινε και σύντομα ενώθηκε με έναν άλλο νεαρό jujutsuka, τον Σαντακάζου Ουενίσι (Sadakazu Uyenishi). Ο Ελβετός Μάστερ στα όπλα (master-at-arms) Πίερε Βιγνή (Pierre Vigny) και ο παλαιστής Αρμάντ Σερπιγιό (Armand Cherpillod) προσλήφθηκαν επίσης ως δάσκαλοι στον σύλλογο.

Μαζί με τη διδασκαλία στους επιφανείς Λονδρέζους, τα καθήκοντά τους περιλάμβαναν επιδείξεις σε διαδηλώσεις και να ανταγωνίζονται σε αγώνες «πρόκλησης» εναντίον μαχητών που εκπροσωπούσαν άλλα συστήματα μάχης. Επιπλέον, η λέσχη έγινε η έδρα για την ομάδα της Αρχαίας Ξιφασκίας (Fencing Antiquarians) με επικεφαλή τον Λοχαγό Άλφρεντ Χάτον (Captain Alfred Hutton) και χρησίμευσε ως βάση για τον πειραματισμό τους με ιστορικές τεχνικές ξιφασκίας, που διδάσκονταν στα μέλη της ελίτ του θιάσου του Λονδίνου για χρήση σε θέατρα. Είναι πιθανό ότι οι ηθοποιοί Έσμι Μπέριντζερ (Esmy Beringer) και Τσάρλς Σέφτον (Charles Sefton), καθώς και ο ξιφομάχος Αρτσιμπαλντ Κορμπλ (Archibald Corble), ήταν μεταξύ τους ασκητές στο Τμήμα Αρχαίας Ξιφασκίας του Χάτον στη Λέσχη Bartitsu.

Στα μέσα του 1901, το πρόγραμμα σπουδών του Bartitsu επεκτάθηκε περαιτέρω να περιλαμβάνει ασκήσεις αναπνοής υπό τη διδασκαλία της κυρίας Κέιτ Εμίλ Μπένκε (Kate Emil Behnke).

Με τη «σχολή μαχητικής αγωγής», η Λέσχη Bartitsu ενσωμάτωσε ένα άρτια εξοπλισμένο σαλόνι με ένα ευρύ φάσμα μηχανημάτων ηλεκτροθεραπείας.

Η λέσχη οργανώθηκε κατά το πρότυπο της Βικτωριανής λέσχης άθλησης (Victorian sporting club), εννοώντας ότι τα υποψήφια μέλη υπέβαλαν τις αιτήσεις τους σε μια επιτροπή, η οποία κάποια στιγμή περιλαμβάνονταν τόσο ο Λοχαγός Αλφρεντ Χάτον (Captain Alfred Hutton) και ο Συνταγματάρχης Τζόρτζ Μάλκομ Φόξ (George Malcolm Fox), πρώην γενικός επιθεωρητής του Σώματος Φυσικής Αγωγής του Βρετανικού Στρατού. Οι υποψήφιοι της λέσχης περιλάμβαναν και πολιτικούς όπως τον Χέρμπερτ Γκλάντστον (Herbert Gladstone) και τον Λόρδο Άλουιν Κόμπτον (Lord Alwyne Compton).

Μέλη της Λέσχης Bartitsu υπήρξαν και ο Σερ Κόσμο Ντάφ Γκόρντον (Sir Cosmo Duff Gordon), ο οποίος επρόκειτο αργότερα να αποκτήσει φήμη ως ένας από τους λίγους ενήλικους αρσενικούς επιζώντες από το ναυάγιο του Τιτανικού, καθώς και ο Λοχαγός Φ. Κ Λέινγκ (Captain F.C. Laing) του 12ου Πεζικού της Βεγγάλης, ο οποίος στη συνέχεια έγραψε ένα άρθρο σχετικά με τις τεχνικές του μπαστουνιού του Bartitsu που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα του Ιδρύματος Ηνωμένης Υπηρεσίας της Ινδίας (Journal of the United Service Institution of India). Άλλα μέλη της λέσχης ήταν οι κύριοι Marshall, Collard, Roger Noel, Percy Rolt και Λοχαγοί Ernest George Stenson Cooke και ο Frank Herbert Whittow, τόσο επίσης μέλη της Σχολής Όπλων Ταξιαρχίας τουφεκιών Λονδίνου, υπό την καθοδήγηση του Λοχαγού Hutton και ο William Henry Grenfell, ο 1ος Βαρόνος του Desborough, ο οποίος ονομάστηκε ως πρόεδρος της λέσχης.

Ο Μπάρτον-Ράιτ ανέφερε αργότερα ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, είχε προκαλέσει και νίκησε επτά μεγαλόσωμους άνδρες μέσα σε τρία λεπτά, ως μέρος μιας διαδήλωσης Bartitsu που έδωσε στην αίθουσα του Αγίου Ιακώβου (St. James’s Hall). Είπε ότι αυτό το κατόρθωμα του χάρισε μια ιδιότητα μέλους στην αριστοκρατική Λέσχη Μπαθ (Bath Club) και επίσης μια βασιλική διαταγή να εμφανιστεί ενώπιον του Εδουάρδου, πρίγκιπα της Ουαλίας (Edward, Prince of Wales). Δυστυχώς, ο Μπάρτον-Ράιτ στη συνέχεια υπέστη έναν τραυματισμό στο χέρι του, είτε λόγω κάποιας οδομαχίας στο Κεντ ή από ένα ατύχημα με το ποδήλατο, το οποίο τον εμπόδισε από το να εμφανιστεί ενώπιον του Πρίγκιπα.

Bartitsu – Αυτοάμυνα

Ο Μπάρτον-Ράιτ ενθάρρυνε τα μέλη της Λέσχης Bartitsu να μελετήσουν κάθε μία από τις τέσσερις μεγάλες μορφές αγώνα σώμα-με-σώμα που διδάσκονταν στη λέσχη, μιας και κάθε μία από αυτές αντιστοιχούσαν σε ένα διαφορετικό «φάσμα» μάχης σε γενικές γραμμές.

Ο στόχος ήταν να μάθουν κάθε «σύστημα» αρκετά καλά ώστε να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν το καθένα εναντίον των άλλων «συστημάτων» αν χρειαστεί. Αυτή η διαδικασία ήταν παρόμοια με τη σύγχρονη έννοια της πολλαπλής κατάρτισης (cross-training) και μπορεί να υποστηριχθεί ότι το ίδιο το Bartitsu ήταν περισσότερο του χαρακτήρα ενός συστήματος «πολλαπλής κατάρτισης» παρά ένα τυπικό στυλ/σύστημα πολεμικών τεχνών.

Το 1899,ο Μπάρτον-Ράιτ συνόψισε τις βασικές αρχές του Bartitsu ως:

  • Να διαταράξεις την ισορροπία του επιτιθέμενού σου.
  • Να τον πετύχεις εξαπίνης πριν έχει χρόνο για να επανακτήσει την ισορροπία του και να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή του.
  • Εάν είναι απαραίτητο, να υποβάλλεις τις αρθρώσεις των τυχόν μερών του σώματός του, είτε τον λαιμό, τον ώμο, τον αγκώνα, τον καρπό, την πλάτη, το γόνατο, τον αστράγαλο, κλπ σε πιέσεις που ανατομικά και μηχανικά δεν μπορεί να αντισταθεί.

Με βάση τα γραπτά του Μπάρτον-Ράιτ πάνω σε αυτό το θέμα, είναι προφανές ότι το Bartitsu τοποθετεί τη μεγαλύτερη έμφαση στο σύστημα της ράβδου μάχης του Πίερε Βιγνή (Pierre Vigny) εξ αποστάσεως και στο jujitsu (Ζίου Ζίτσου) στο επίπεδο της πάλης (grappling – δίνοντας δευτερεύουσα αξία στο ελεύθερο (all-in) στυλ της Ευρωπαϊκής πάλης). Οι μέθοδοι του Σαβάτ (Savate) και της πυγμαχίας χρησιμοποιήθηκαν για να μεταβούν των δύο αυτών αποστάσεων ή ως μέσο για την πρώτη αντίδραση, όταν ο αμυνόμενος δεν είναι οπλισμένος με μπαστούνι (fighting cane).

Αυτά τα συστήματα προφανώς ασκούνταν ταυτόχρονα, με τρόπο ώστε οι μαθητές Bartitsu να μπορούν να μάθουν και πώς να υπερασπιστούν εναντίον τους μέσω της χρήσης του Ζίου Ζίτσου (jujutsu) και τη μαγκούρα (la cane) του Πίερε Βιγνή (Pierre Vigny). Ο Μπάρτον-Ράιτ είχε πει ότι τροποποίησε τις τεχνικές της πυγμαχίας και του Σαβάτ (Savate) για λόγους αυτοάμυνας, ώστε να διαφοροποιούνται από την ακαδημαϊκή άθληση ή τον αθλητικό ανταγωνισμό, αναφέρεται σε τεχνικές προστασίας (guard), που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τραυματισμό στις γροθιές ενός πυγμάχου σε μια επίθεση και, άμυνες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβη στο πόδι ενός επιτιθέμενου με κλοτσιά.

Σύμφωνα με την δημοσιογράφο Μαίρη Νιούτζεντ (Nugent), ο Μπάρτον-Ράιτ σύστησε ένα ασυνήθιστο παιδαγωγικό σύστημα όπου οι μαθητές πρώτα υποχρεούταν να φοιτήσουν σε ιδιωτικές προπονήσεις πριν τους επιτραπεί να συμμετάσχουν στις ομαδικές τάξεις. Είναι προφανές ότι οι τάξεις Bartitsu περιλάμβαναν προκαθορισμένες ασκήσεις, ειδικά για χρήση σε εκείνες τις τεχνικές πρόβες που ήταν πάρα πολύ επικίνδυνο να εκτελούνται σε πλήρη ταχύτητα ή επαφή, καθώς και ελεύθερη μάχη και μάχες ξιφασκίας. Σύμφωνα με ένα ανώνυμο άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “The Sketch” (το Σκίτσο) της 10ης Απριλίου του 1901, αυτές οι συναντήσεις μπορεί να γίνονταν με ένα είδος προπόνησης κύκλων στον οποίο οι μαθητές θα εναλλάσσονταν μεταξύ μικρά ομαδικά μαθήματα που διδάσκονταν από κάθε έναν από τους ειδικούς εκπαιδευτές.

Πολλές τεχνικές αυτοάμυνας Bartitsu και ακολουθίες εκπαίδευσης καταγράφηκαν από τον ίδιο τον Μπάρτον-Ράιτ σε σειρά άρθρων του στο περιοδικό του Πιρσον (Pearson). Οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες των άλλων ασκήσεων κατάρτισης Bartitsu με το μπαστούνι καταγράφηκαν στο άρθρο του Λοχαγού Λέινγκ (Laing).

Bartitsu – Πτώση

Παρά τον ενθουσιασμό του, ο Μπάρτον-Ράιτ φαίνεται να έχε μέτριο ταλέντο ως προωθητής και μέχρι τον Μάρτιο του 1902, η Λέσχη Μπαρτίτσου δεν ήταν πλέον ενεργή ως σχολή αυτοάμυνας. Οι ακριβείς λόγοι για το κλείσιμο της Λέσχης είναι άγνωστοι, αλλά ο παλαιστής και ο δημοσιογράφος Περσυ Λονγχερστ (Percy Longhurst) στη συνέχεια πρότεινε ότι τόσο τα τέλη εγγραφής όσο και των διδάκτρων ήταν πολύ υψηλά. Είναι πιθανό ότι ο Μπάρτον-Ράιτ είχε υπερεκτιμήσει τον αριθμό των πλούσιων Λονδρέζων που μοιράστηκαν το ενδιαφέρον του για τα εξωτικά συστήματα αυτοάμυνας. Μπορεί επίσης να είναι σημαντικό το γεγονός ότι μια μεγάλη έκθεση που υποβλήθηκε από τα μέλη της Λέσχης Μπαρτίτσου στην αίθουσα του Αγίου Ιακώβου τον Δεκέμβριο του 1901 είχε κακή διαχείριση. Μετά από μια καθυστερημένη έναρξη, υπήρξε σύγχυση και στη συνέχεια μια σφοδρή δημόσια κατακραυγή σχετικά με τους κανονισμούς της διαιτησίας ενός αγώνα πάλης σε κοινή θέα. Η διακοπή σημειώθηκε από αρκετούς σχολιαστές εφημερίδων και ενδέχεται να συνέβαλε προς την κατεύθυνση κλεισίματος της Λέσχης στις αρχές του 1902.

Οι περισσότεροι από τους πρώην υπαλλήλους του Μπάρτον-Ράιτ, συμπεριλαμβανομένων τους jujutsuka (ασκητές της τέχνης) Γιούκιο Τάνι (Yukio Tani) και Σαντακάζου Ουιενισι (Sadakazu Uyenishi) και ο Ελβετός εμπειρογνώμονας αυτοάμυνας Πίερε Βιγνή (Pierre Vigny), δημιούργησε τη δική τους γυμναστήρια αυτοάμυνας και μαχητικών αθλημάτων στο Λονδίνο. Μετά την σχισμή με Μπάρτον-Ράιτ (Barton-Wright), που υποτίθεται ότι οφείλεται σε λεκτικό διαπληκτισμό που ακολουθήθηκε από συμπλοκή, ο Τάνι (Tani) συνέχισε χωριστά τις εργασίες του ως επαγγελματίας παλαιστής σε music-hall (Βρετανική θεατρική ψυχαγωγία) υπό την έξυπνη διαχείριση του Ουίλιαμ Μπάνκιερ (William Bankier), εκδότης περιοδικού. Οι προσπάθειες προώθησης του Μπάνκιερ (Bankier) βοήθησαν να τονώσει τη διεθνή μανία για το jujutsu που ο Μπάρτον-Ράιτ είχε αρχίσει, και η οποία περιελάμβανε τη δημοσίευση πολυάριθμων βιβλίων και άρθρων περιοδικών, καθώς και την ίδρυση σχολείων jujutsu σε όλο τον δυτικό κόσμο. Αυτή η μανία κράτησε μέχρι την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και υποβοήθησε την εισαγωγή ιαπωνικών πολεμικών τεχνών στη Δυτική λαϊκή κουλτούρα.

Παρά το γεγονός ότι ο Μπάρτον-Ράιτ φημολογείται ότι συνέχισε να αναπτύσσει και να διδάσκει την «πολεμική τέχνη» του, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1920, αυτή ποτέ ξανά δεν επέστρεψε στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Bartitsu – Μετέπειτα ζωή

Ο Μπάρτον-Ράιτ πέρασε το υπόλοιπο της καριέρας του εργαζόμενος ως φυσιοθεραπευτής «ειδικευμένος σε καινοτόμες» (και μερικές φορές αμφιλεγόμενες) μορφές θερμοθεραπείας, φωτοθεραπείας, και ακτινοθεραπείας. Συνέχισε να χρησιμοποιεί το όνομα “Bartitsu” (Μπαρτίτσου) με αναφορά σε διάφορες θεραπευτικές επιχειρήσεις του. Το 1950, ο Μπάρτον-Ράιτ έδωσε συνέντευξη στον Γκούντζι Κοϊζούμι (Gunji Koizumi) για ένα άρθρο που περιλήφθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του Μπουντοκουάι (Budokwai) και, αργότερα εκείνο το έτος παρουσιάστηκε στο κοινό σε μια συγκέντρωση του Μπουντοκουάι στο Λονδίνο.

Bartitsu – Κληρονομιά

Με πολλούς τρόπους, ο Μπάρτον-Ράιτ υπήρξε άνθρωπος μπροστά από την εποχή του. Ήταν από τους πρώτους Ευρωπαίους που είναι γνωστό ότι είχαν μελετήσει τις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες και, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ήταν ο πρώτος που τις είχε διδάξει στην Ευρώπη, τη Βρετανική Αυτοκρατορία ή και την Αμερική.

Το Bartitsu ήταν η πρώτη «πολεμική τέχνη» που σκόπιμα συνδυάστηκαν ασιατικές και ευρωπαϊκές μορφές πάλης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αστικής αυτοάμυνας σε μια «άοπλη κοινωνία». Σε αυτό, ο Μπάρτον-Ράιτ υπήρξε προγενέστερος περισσότερο από εβδομήντα χρόνια της προσέγγισης του Μπρούς Λι (Bruce Lee) και του δικού του συστήματος του Τζιτ Κουν Ντο (Jeet Kune Do). Μια παρόμοια φιλοσοφία ρεαλιστικού εκλεκτικισμού παρελήφθη από άλλους ευρωπαίους ειδικούς της αυτοάμυνας στις αρχές του 20ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των Πέρσι Λόνγκχερστ (Percy Longhurst), Ουίλιαμ Γκάρουντ (William Garrud) και Ζάν Ζοσέφ Ρενό (Jean Joseph-Renaud), που όλοι τους είχαν σπουδάσει με τους πρώην εκπαιδευτές της Λέσχης Μπαρτίτσου.

Ο Ουίλιαμ Αντεργουντ (William “Bill” Underwood), ο Ουίλιαμ Εουαρτ Φέρμπερν (William E. Fairbairn) ο Ντερμοτ Ο’ Νιλ (Dermot o’Neill) και άλλοι επιφορτισμένοι με την ανάπτυξη συστημάτων μάχης σώμα-με-σώμα για χρήση από τα συμμαχικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου επίσης επινόησαν πρακτικές διαπολιτισμικών συστημάτων μάχης σώμα-με-σώμα. Ο Ουίλιαμ Άντεργουντ είχε πράγματι μελετήσει για σύντομο χρονικό διάστημα jujutsu με τους Γιούκιο Τάνι (Yukio Tani) και ενός άλλου jujutsuka, τον Τάρο Μιγιάκε (Taro Miyake), στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Τα συστήματα που ιδρύθηκαν από τους Άντεργουντ (Underwood), Φέρμπερν (Fairbairn), και τους σύγχρονούς τους, έγινε η βάση για τις περισσότερες στρατιωτικές και αστυνομικές εκπαίδευσης μάχης σώμα-με-σώμα σε όλο τον δυτικό κόσμο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.

Ο Μπάρτον-Ράιτ μνημονεύεται ως πρωτοποριακός υποστηρικτής των Μικτών Πολεμικών Τεχνών ή διαγωνισμούς ΜΜΑ, στην οποία συμμετείχαν εμπειρογνώμονες σε διαφορετικές μορφές πάλης που ανταγωνίζονταν στο πλαίσιο κοινών κανόνων. Οι πρωταθλητές του Μπάρτον-Ράιτ, συμπεριλαμβανομένων τους Γιούκιο Τάνι , Σαντακάζου Ουιενισι (Sadakazu Uyenishi) και της Ελβετίας ο παλαιστής Σβίνγκεν (schwingen) Αρμαντ Σερπιγιο (Armand Cherpillod) γνώρισαν σημαντική επιτυχία σε αυτούς τους διαγωνισμούς, οι οποίοι ήταν κατά 90 χρόνια προγενέστεροι του φαινόμενου ΜΜΑ της δεκαετίας του 1990.

Η Λέσχη Μπαρτίτσου ήταν από τις πρώτες σχολές του είδους του στην Ευρώπη που πρόσφερε εξειδικευμένα μαθήματα στην Αυτοάμυνα Γυναικών, μια πρακτική που συνέχιοσε μετά από διάλυση της Λέσχης από τους μαθητές του Γιούκιο Τάνι και Σαντακάζου Ουιενισι συμπεριλαμβανομένων και των δύο γυναικών Έδιθ Μάργκαρετ Γκάρουντ (Edith Margaret Garrud) και Εμιλία Ουάτς (Emily Watts). Η κυρία  Γκάρουντ (Garrud) δημιούργησε τη δική της σχολή Ζίου Ζίτσου στο Λονδίνο και δίδαξε επίσης την τέχνη στα μέλη του μαχητικού κινήματος Σουφραζετών (Suffragette movement – Σουφραζέτες ήταν μέλη γυναικείων οργανώσεων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα οι οποίες υποστήριζαν την επέκταση του δικαιώματος της ψήφου στις δημοτικές εκλογές, στις γυναίκες.), ιδρύοντας μια πρώιμη σύνδεση μεταξύ της κατάρτισης αυτοάμυνας και την πολιτική φιλοσοφία του φεμινισμού.

Ο Έντουαρντ Ουίλιαμ Μπάρτον Ράιτ (Edward William Barton-Wright) απεβίωσε το 1951, σε ηλικία 90 και θάφτηκε σε τάφο για άπορους.

Μοιράσου το:

ΟΡΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

Με την αποστολή της φόρμας συμμετοχής στο σεμινάριο, δηλώνω ότι συμφωνώ με τους όρους και τις προϋποθέσεις που παρατίθενται εδώ:

  • Οι αιτήσεις συμμετοχής θα κλείσουν 2 ημέρες πριν την έναρξη του σεμιναρίου.
  • Υποχρεωτικός εξοπλισμός: Σαγιονάρες, Πετσέτα προσώπου
  • Προαιρετικός εξοπλισμός: Κάσκα, Μασέλα, Σπασουάρ.
  • Οι συμμετέχοντες οφείλουν να είναι οικονομικά εντάξει πριν την έναρξη του σεμιναρίου. Παρέχονται τραπεζικός λογαριασμός και PayPal, μέσω email. Απόδειξη λαμβάνεται ηλεκτρονικά. Εδώ αναγράφονται οι τρόποι πληρωμής.
  • Οι συμμετέχοντες θα λάβουν Βεβαίωση Συμμετοχής.

Πληρωμή σεμιναρίου:

Οι πληρωμές συμμετοχής θα καταβάλλονται τουλάχιστον 24 ώρες πριν την έναρξη του σεμιναρίου στη γραμματεία ή μέσω Paypal μέσω του ακόλουθου συνδέσμου (πληρωμή σεμιναρίου), στη διοργανώτρια εταιρεία Ανθρώπινη Ανάπτυξη ΑΜΚΕ – Human Development NPO. Μη πληρωμένες αιτήσεις θα θεωρηθούν άκυρες.

Η απόδειξη πληρωμής θα σταλεί ηλεκτρονικά στο δηλωμένο e-mail μετά το πέρας του σεμιναρίου. Πλήρης επιστροφή του καταβληθέντος ποσού γίνεται για ακυρώσεις συμμετοχής τουλάχιστον 24 ώρες πριν την έναρξη του σεμιναρίου. Η ακύρωση πρέπει να γίνει ηλεκτρονικά με σχετικό email ή τηλεφωνικά.

ΟΡΟΙ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

Η ακύρωση πρέπει να γίνει ηλεκτρονικά, μέσω της Φόρμας Ακύρωσης Συμμετοχής. Εναλλακτικά, καλέστε μας στο 210.80.47.244, εγκαίρως. Θυμηθείτε ότι η γραμματεία λειτουργεί καθημερινές, από τις 10:00 έως τις 16:00.